- σαρκικῶν
- σαρκικόςfem gen plσαρκικόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεψιγαμία — η (AM κλεψιγαμία) [κλεψιγαμώ] η ύπαρξη παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ ετεροφύλων οι οποίοι δεν συνδέονται με γάμο … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
φιλοσαρκία — ἡ, ΜΑ [φιλόσαρκος] η αγάπη τής σάρκας, τών σαρκικών απολαύσεων … Dictionary of Greek
Ευκρατίδας ή Ευκρατίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικούρειος φιλόσοφος από τη Ρόδο (3ος αι. π.Χ.). Παραδεχόταν τη θεωρία του Δημόκριτου για τα άτομα και τις θεωρίες του Αρίστιππου για την ηδονή, που δεν τη διαχώριζε από την ικανοποίηση των σαρκικών ορμών. 2.… … Dictionary of Greek